Επιλογή Σελίδας
Το πλύσιμο και το σιδέρωμα

Πριν βγουν τα πλυντήρια οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα με τα χέρια τους. Τα βάζανε, καθώς λέγανε, «στη μπουγάδα». Η μπουγάδα ήταν απ’ τις δυσκολότερες δουλειές κάθε νοικοκυράς και γινόταν μια φορά το μήνα. Για να γίνει η μπουγάδα χρειαζόταν ένα πολύ μεγάλο, καλαμένιο καλάθι, κάπως αραιά πλεγμένο και χωρίς χερούλια, ένα μεγάλο καζάνι με δυο λαβές, σανιδένιες σκάφες, ένα μικρό καλάθι με χερούλια, ένα παλιό ρούχο ή σεντόνι και στάχτη.

Η μπουγάδα, παλιότερα, γινόταν στα κοινά (δημόσια) πλυσταριά. Κάθε κοινοτικό πλυσταριό είχε 5-6 χτιστές πλύστρες. Αν δεν υπήρχαν κοινοτικά πλυσταριά, η μπουγάδα γινόταν στην αυλή που είχε νερό, σε άλλο κτήμα με νερό ή στις ρεματιές.

Πρώτη δουλειά για τη μπουγάδα ήταν να στηθεί το καζάνι σε δυο πώρινα λιθάρια, να γεμίσει νερό και να ανάψει φωτιά από κάτω. Μόλις ζεσταινόταν καλά άρχιζε το πλύσιμο των άπλυτων ρούχων με τρίψιμο και με σαπούνι,  μετά γινόταν η τοποθέτηση των ρούχων με τη σειρά μέσα στο καλάθι και, τέλος, σκέπαζαν το καλάθι με το παλιό ρούχο ή το παλιό σεντόνι και σκορπούσαν από πάνω αρκετή ποσότητα κοσκινισμένης στάχτης. Στο μεταξύ, το νερό μέσα στο γεμάτο καζάνι άρχιζε να βράζει. Έριχναν τότε θερμό νερό πάνω απ’ το ύφασμα με τη στάχτη. Όσο περισσότερο ζεστό νερό έριχναν  τόσο πιο άσπρα θα γίνονταν τα ρούχα. Μετά το άδειασμα του τελευταίου καζανιού, “άνοιγαν” την μπουγάδα, άδειαζαν τη λασπωμένη στάχτη,  ξέπλεναν τα ρούχα μέσα σε σκάφη με μπόλικο καθαρό νερό, τα έριχναν μέσα στο μικρό καλάθι με τα χερούλια και τα άπλωναν πάνω στους γειτονικούς φράχτες, σε τυχόν χαμόκλαδα ή και στα σχοινιά, στερεώνοντάς τα με μανταλάκια.

Στα περασμένα χρόνια οι νοικοκυρές δεν σιδέρωναν τα πλυμένα ρούχα. Αντιθέτως, τα τέντωναν μόλις στέγνωναν, ιδίως τα σεντόνια, και διπλωμένα τα έβαζαν στο σεντούκι. Από τα λίγα που σιδέρωναν ήταν τα γιακαδάκια των αντρικών πουκαμίσων. Τα σίδερα ήταν μικρά σιδερένια σκεύη, τριών ειδών:

  • Η γλώσσα, μια μικρή τριγωνοειδής σιδερένια πλάκα με σιδερένια λαβή.
  • Το βαποράκι, ένα είδος κουτιού με βάση όμοια με τη «γλώσσα» και με καπάκι που ανοιγόκλεινε. Μέσα σ’ αυτήν έβαζαν αναμμένα κάρβουνα και ζεσταινόταν το σίδερο.  Για να ξανανάψουν τα κάρβουνα, γύρω-γύρω κοντά στη βάση του, είχε σειρά από τρυπούλες και στις δυο πλευρές. Οι τρυπούλες έμοιαζαν με φινιστρίνια του βαποριού, γι’ αυτό και το λέγανε βαποράκι.
  • Ο πετεινός,  όμοιος με το προηγούμενο στο σχέδιο, με τη μόνη διαφορά πως το καπάκι του ήταν εφαρμοστό. Το μπροστινό του μέρος είχε προς τα πάνω μεγάλη καμπυλωτή εξοχή, που θύμιζε πετεινό όρθιο, με σηκωμένο το κεφάλι και το λαιμό. Αντί για τρύπες είχε στην κάθε πλευρά του από δυο εγκοπές.