Επιλογή Σελίδας
Τα όργανα

Τσαμπούνα

Η τσαμπούνα είναι το κατεξοχήν παραδοσιακό όργανο της Σάμου. Όταν δεν υπήρχαν άλλα όργανα, ένας τσαμπουνιέρης μόνος του, συνόδευε τα τραγούδια και τους χορούς των Σαμιωτών. Η τσαμπούνα ήταν σε χρήση στα χωριά, σε κάθε περίσταση, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Επίσης, παιζόταν στους γάμους, στα κάλαντα κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου και στις απόκριες. Με τον καιρό όμως η χρήση της περιορίστηκε μόνο κατά την περίοδο των απόκρεω. Η τσαμπούνα αποτελείται από τον ασκό ή αλλιώς δερμάτι που έχει δύο τρύπες και στη μία είναι το επιστόμιο ή φυσερό (από καλάμι), ενώ στην άλλη είναι τοποθετημένη η τσαμπούνα (έτσι λέγεται και το ξύλινο τμήμα του οργάνου, στο οποίο βάζει τα δάχτυλα του ο τσαμπουνιέρης για να παίξει).

Σαντούρι

Το σαντούρι όργανο μικρασιατικής προέλευσης – αποτέλεσε τη βάση της σαμιώτικης κομπανίας. Ένα σαντούρι μπορούσε να βγάλει μόνο του ολόκληρο γλέντι, όταν δεν υπήρχε η δυνατότητα για περισσότερα όργανα. Στη Σάμο καλλιεργήθηκε σε μεγάλο βαθμό η τέχνη του σαντουριού. Καθοριστικό ρόλο για την καθιέρωση του έπαιξαν οι δύο φημισμένες κομπανίες από μικρασιάτες μουσικούς που εγκαταστάθηκαν στο νησί, οι “Καλτάκηδες” και οι “Βεργωνηδες”.  Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το διάστημα 1930 με 1960 υπήρχαν μόνο στα χωριά της δυτικής Σάμου 18 τουλάχιστον σαντουριέρηδες! Ως πιο σπουδαίοι από αυτούς αναφέρονται οι δυο μικρασιάτες “δάσκαλοι” του οργάνου. Ο Δημήτρης Βεργώνης και ο ανιψιός του Κώστας Βεργώνης ή Αμπατζής. Σήμερα, σε όλο το νησί υπάρχουν μόνο τρεις παλαιοί σαντουριερηδες.

Σουραύλι

Σουραύλι στη Σάμο λέγεται ένας τύπος φλογέρας. Ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης το αναφέρει με το όνομα “φώτιγγα”. Ο Σταύρος Καρακάσης αναφέρει ότι στη Σάμο λεγόταν “πινιαύλι”. Το σουραύλι όπως και η τσαμπούνα είναι όργανο ποιμενικό. Πρόκειται για ένα σωλήνα (από καλάμι, χαλκό ή μπρούτζο) μήκους 30 εκατοστών περίπου, ανοιχτό και από τα δύο άκρα. Μπροστά έχει έξι οπές και από πίσω μία. Οι οπές μεταξύ τους απέχουν ένα δάχτυλο, Η πρώτη οπή απέχει από το πάνω άκρο μία παλάμη (περίπου δέκα εκατοστά), ενώ η τελευταία οπή απέχει από το κάτω άκρο τρία δάχτυλα. Κατά το παίξιμο κρατιέται πλαγίως.

Βιολί

Τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν στη Σάμο βιολιτζήδες, οι οποίοι έπαιζαν στις διασκεδάσεις με τη συνοδεία λαούτων. Τα βιολιά είχαν ισχυρή παρουσία και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1980 που “έφυγαν” και οι τελευταίοι παλακβιολιτζήδες. Στις δεκαετίες του 1920-30 ως δεξιοτέχνης του βιολιού αναφέρεται ο Ανάστασης Βαρμαξύζης ή “Καραγκιόζης” στους Μυτιληνιούς. Επίσης, πολύ σπουδαίοι βιολιστές και γενικότερα άριστοι μουσικοί υπήρξαν τα αδέρφια Γιάννης και Ευάγγελος Καλτάκης που “έδρασαν” στο νησί την περίοδο 1912-70 με επίκεντρο τους Μυτιληνιούς και το Άνω Βαθύ. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 έπαιζαν σε διάφορες κομπανίες και οι  παρακάτω : Γιάννης ή Γιάνκος Αμυρσώνης από το Κοκκάρι, Βαγγέλης Μπελώνης από τους Σταυρινήδες και Σπύρος Αερίου από τους Μυτιληνιούς. Η χρήση του βιολιού αναβίωσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 από νέους.

Κιθάρα

Η κιθάρα πρέπει να εμφανίστηκε στη Σάμο τη δεκαετία του 1910 από μικρασιάτες μουσικούς. Υπήρξε το βασικό συνοδευτικό όργανο για κάθε κομπανία. Είχε τα χαρακτηριστικά της ρεμπέτικης κιθάρας με κύριο ρόλο τη ρυθμική συνοδεία πλαισιωμένη με μελωδικά περάσματα. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν περισσότερες της μίας κιθάρας σε μια κομπανία. Πολλές φορές τρεις η και τέσσερις κιθάρες έπαιζαν μαζί. Συνήθως οι κιθαρίστες είχαν και το ρόλο του τραγουδιστή στις κομπανίες. Κιθαρίστες και ταυτόχρονα μεγάλοι τραγουδιστές υπήρξαν οι παρακάτω: Γιάννης Καλοσύνης ή Πολίτης από το Καρλόβασι, Κώστας Γερασίμου και Μανόλης Νεοκράτους από το Κοκκάρι, Μανόλης Τσελεπιδάκης και Βασίλης Ζεϊμπέκης από τους Μυτιληνιούς, Χριστόδουλος Αθανάσιου, Ιωάννης Μούτσος και Μανόλης Κοχλιός από το Βαθύ.